- χηνύσσω
- Αχανύω, χανύσσω*, μιλώ με πολύ ανοιχτό το στόμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χην- τού χαίνω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χηνύστρα — ἡ, Α [χηνύσσω] 1. χάσμη*, χασμουρητό 2. το να στριφογυρίζει κανείς εδώ κι εκεί … Dictionary of Greek